ἀγαθοεργοῦ

ἀγαθοεργοῦ
ἀ̱γαθοεργοῦ , ἀγαθοεργέω
do good
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀγαθοεργέω
do good
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἀγαθοεργέω
do good
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀγαθοεργός
doing good
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νομικό πρόσωπο — Είναι η ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού ή το σύνολο περιουσίας αφιερωμένης στην εξυπηρέτηση ενός επίσης σκοπού, η οποία αποκτάει τη νομική προσωπικότητα, όταν συντρέξουν ορισμένοι όροι και τηρηθεί η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”